- παρῳχημένου
- παροίχομαιto have passed byperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρωχημένου — παροχέομαι sit beside in a chariot perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερμανικές γλώσσες — Ομάδα ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οι οποίες με τη σύγκριση των κοινών χαρακτηριστικών τους επιτρέπουν την ανασυγκρότηση μιας κοινής γερμανικής, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ των γλωσσών αυτών και της ινδοευρωπαϊκής. Η κοινή αυτή γερμανική… … Dictionary of Greek